ομμάτειος

ομμάτειος
ὀμμάτειος, -ον (Α) [όμμα]
αυτός που εκδηλώνεται με τα μάτια («ὀμμάτειος πόθος», Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀμμάτειος — received through the eyes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”